βότανο

βότανο
Ποώδες φυτό με θεραπευτικές αλλά και βλαβερές ιδιότητες. Από πολύ παλιά το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, άλλοτε για φαρμακευτικούς σκοπούς και άλλοτε για να εξοντώνουν τους εχθρούς τους, επειδή σε μεγάλες δόσεις δρούσε ως ισχυρό δηλητήριο. Οι ιδιότητές του αυτές επηρέασαν την πρωτόγονη σκέψη των ανθρώπων, οι οποίοι πίστεψαν ότι η χρήση του μπορούσε να επιφέρει ακόμα και θαυματουργά ή μαγικά αποτελέσματα. Έτσι, κατά τόπους και σε διάφορες εποχές, πίστευαν ότι το β. θεράπευε το ερωτικό πάθος ή αντίθετα το δημιουργούσε εκεί όπου δεν υπήρχε και εξασφάλιζε τον θάνατο αλλά και την αθανασία, βελτίωνε τη φυσική κατάσταση των ανθρώπων και πολλά άλλα. Όμως, τα β. με τις εντυπωσιακές αυτές ιδιότητες σπάνιζαν, και ο μοναδικός τρόπος ανεύρεσής τους ήταν η παρακολούθηση των ζώων που τα γνώριζαν και τα οποία, όπως πίστευαν, είχαν δαιμονικές δυνάμεις. Τέτοια ζώα ήταν το φίδι, ο σκαντζόχοιρος κ.ά. (Λαογρ.) Για το β. της ζωής, η παράδοση αναφέρει ότι κάποια βασιλοπούλα το βρήκε αφού παρακολούθησε φίδια που το χρησιμοποίησαν για να αναστήσουν ένα νεκρό φίδι. Η βασιλοπούλα χρησιμοποίησε τότε το β. αυτό για να αναστήσει τον αγαπημένο της. Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία ο μάντης Πολύιδος ανέστησε τον Μινωίδη Γλαύκο με β. που πήρε κι αυτός από φίδια. Ο ελληνικός λαός θεωρεί κατάλληλη μέρα για τη συλλογή των β., την παραμονή της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου. Γενικά, για τα β., τη χρήση και τις ιδιότητές τους επικρατούν πολλές και διαφορετικές αντιλήψεις, που τείνουν όμως να εξαφανιστούν με τη διαρκή άνοδο του μορφωτικού επιπέδου.
* * *
το (Μ βότανον) [βοτάνη]
1. χόρτο
2. χόρτο με θεραπευτικές ιδιότητες
νεοελλ.
βοτάνι με μαγικές ιδιότητες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βότανο — το το βοτάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λησμο(νο)βότανο — το βοτάνι που φυτρώνει στον Άδη, το τρώνε οι νεκροί και λησμονούν την επίγεια ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… …   Dictionary of Greek

  • λησμονοβότανο — και λησμοβότανο, το βότανο που φυτρώνει στον Άδη και το οποίο, κατά τη λαϊκή αντίληψη, όταν τρώγουν οι νεκροί, λησμονούν τα επίγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λησμον (πρβλ. λησμονιά, λησμονώ) + βότανο (πρβλ. αγριο βότανο). Ο τ. λησμοβότανο <… …   Dictionary of Greek

  • βοτάνι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ., 68 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστίδος. * * * το (AM βοτάνιον) [βοτάνη] χόρτο νεοελλ. 1. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο 2. μαγικό βότανο 3. μύρο 4. πυρίτιδα 5. εύφλεκτο υλικό, το… …   Dictionary of Greek

  • κακοβότανο — το 1. δηλητηριώδες βότανο 2. βότανο για μάγια …   Dictionary of Greek

  • υπνοβότανο — ὑπνοβότανον, τὸ, ΝΜ βότανο που το αφέψημά του φέρνει ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + βότανο] …   Dictionary of Greek

  • ψευτοβότανο — το, Ν βότανο ή σκεύασμα που θεωρείται, χωρίς να είναι, θεραπευτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + βότανο] …   Dictionary of Greek

  • Λιβυστικάτον — Λιβυστικᾱτον, τὸ (Α) ποτό που παρασκευαζόταν από το βότανο λιβυστικόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβυστικόν, είδος βοτάνου, + κατάλ. ᾶτον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”